© 2021 Greek Community Tribune All Rights Reserved

Μεταρρυθμίσεις και στασιμότητα

Του Δρ Χρήστου ΦΙΦΗ Drymon9@gmail.com ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ Αύγουστος 2021 Συχνά γίνεται λόγος για ανάγκη μεταρρυθμίσεων ώστε η κοινωνία ή η οικονομία να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Μεταρρυθμίσεις σημαίνει αλλαγή στις δομές, εκσυγχρονισμό, ανανέωση, νέοι τρόποι χειρισμού πραγμάτων, καταστάσεων, διαδικασιών. Το αντίθετο είναι η στασιμότητα. Στην πολιτική η μεταρρύθμιση υποννοεί δομικές αλλαγές, νέα προγράμματα, νέο τρόπο σκέψης και ενέργειας σε ό,τι ίσχύει ή ίσχυε μέχρι τότε. Οι μεταρρυθμίσεις συχνά έχουν πολιτικό κόστος και συχνότατα συνεπάγονται οικονομικό κόστος και ανακατανομή κονδυλίων και δαπανών. Για να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει οι πολίτες να πειστούν για την αναγκαιότητά τους ή τη χρησιμότητά τους. Οι άνθρωποι συχνά είναι συντηρητικοί, δεν επιθυμούν αλλαγές που αναστατώνουν τη βολή τους, τον τρόπο ζωής που έχουν συνηθίσει. Συχνά διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι εκ των προτέρων τοποθετημένες εναντίον τους. Οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται στόχους, αποφασιστικότητα, επιμονή. Συχνά οι μεταρρυθμίσεις αποτυχαίνουν γιατί συναντούν αντίδραση, εχθρότητα, αδιαφορία ή έλειψη κονδυλίων, ή οι μεταρρυθμιστές χάνουν την ορμή του πρώτου ξεκινήματός τους, την ενεργητικότητά τους, ενδίδουν στις δυσκολίες της μη ευρείας αποδοχής. Θα πρέπει να αντιπαλέψουν με καθιερωμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις και αυτό συνεπάγεται πολιτικό κόστος. Μπορούμε να θυμηθούμε μερικές τέτοιες μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν τον τρόπο πορείας των πραγμάτων μιας κοινωνίας ή πως αντιμεωπίστηκαν από αντιτιθέμενες παρατάξεις. Στην Ελλάδα το 1917 ψηφίστηκε, από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που εισήγαγε τη Δημοτική στο Δημοτικό Σχολείο και τυπώθηκαν σχετικά βιβλία για τις τάξεις του. Το 1920 η αντιβενιζελική αντιπολίτευση των βασιλικών κομμάτων κέρδισαν τις εκλογές. ΄Εκαναν μια ειδική Εκπαιδευτική Επιτροπή που καταδίκασε τις μεταρρυθμίσεις του 1917, εξέτασε τα βιβλία που εισήχθηκαν και είχαν κυκλοφορήσει στα σχολεία και αποφάνθηκε «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι... ως έργα ψεύδους κα κακοβούλου προθέσεως.» Το 1959 η κυβέρνηση Καραμανλή εισήγαγε ένα σύστημα τεχνικών σχολείων που όμως δεν προχώρησε λόγω έλλειψης κονδυλίων. Το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ψήφισε ευρείες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγαν τη Δημοτική, χώριζαν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε δύο κύκλους, και δημιούργησε το Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο. Συνάντησε μεγάλη αντίδραση από τη συντηρητική αντιπολίτευση, από την Εκκλησία, τη Θεολογική και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διάφορες εφημερίδες και διάφορα ανεξάρτητα θεολογικά σωματεία. Η μεταρρύθμιση προχώρησε αλλά καταργήθηκε από τη δικτατορία που επεβλήθηκε στις 21 Απριλίου 1967. Μετά τις παραπάνω απόπειρες νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση εισήχθηκε το 1976 από τον Υπουργό Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας Γιώργο Ράλλη. Η μεταρρύθμιση ήταν παρόμοια εκείνης του 1964 αλλά τώρα υποστηριζόταν από τη Νέα Δημοκρατία και τον αρχηγό της Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η μεταρρύθμιση επικράτησε μολονότι δεν ήταν απαλαγμένη από οξείες αντιδράσεις οι οποίες οδήγησαν στις επόμενες εκλογές ο Γεώργιος Ράλλης να μην εκλεγεί βουλευτής. Η επόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν αυτή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ του 1982. Με τη μεταρρύθμιση αυτή συν τοις άλλοις εισήχθηκε το μονοτονικό σύστημα, μια διάταξη που συνάντησε τη σκληρή αντίδραση πολλών συντηρητικών τάσεων, μερικές από τις οποίες εξακολουθούν να αντιδρούν ακόμη και μέχρι σήμερα. Μια σημαντική αλλαγή που έγινε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν η μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου στον Αστικό Κώδικα, το 1983. Με τις νέες διατάξεις, μεταξύ των άλλων, καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος, η ισότητα των φύλων, το αυτόματο διαζύγιο, η ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των γονέων. Οι νέες διατάξεις συνάντησαν έντονη αντίδραση αλλά σήμερα δεν αμφισβητούνται. Το 1983, επίσης, στην Ελλάδα ο τομέας Υγείας με την ίδρυση του ΕΣΥ – Εθνικό Σύστημα Υγείας. Τρεις μεταρρυθμίσεις στην τετραετία 2000-2004 προκάλεσαν αντιδράσεις ή επέφεραν μεγάλες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Η πρώτη ήταν η πρόταση του Υπουργού Εργασίας Τάσου Γιαννίτση το 2001 για μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού. Το ΙΚΑ και διάφορα άλλα ασφαλιστικά ταμεία αντιμετώπιζαν μεγάλα ελλείμματα για το μέλλον. Τα δημογραφικά στοιχεία έδειχναν ότι μεγάλος αριθμός ασφαλισμένων πλησίαζαν τα 65 και το ασφαλιστικό σύστημα μετά 10-15 χρόνια δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει. Υπήρχαν συντάξεις προνομιούχων -του ρετιρέ-, μικροσυνταξιούχων και σύστημα πρόωρης συνταξιοδότησης. Θα έπρεπε να υπάρξει εξορθολογισμός και αναδιοργάνωση. Η πρόταση, όμως, ήταν αντιδημοφιλής, απορρίφτηκε από τα συνδικάτα, τα κόμματα και τα ίδια τα στελέχη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Το θέμα προστέθηκε στα δυσεπίλυτα, αργότερα χειροτέρεψε και εξακολουθεί να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Μια μεταρρύθμιση που άλλαξε τη ζωή της ελληνικής κοινωνίας και δεν προκάλεσε αντιδράσεις ήταν η εισαγωγή του Ευρώ την 1 η Ιανουαρίου 2002. Μια άλλη μεταρρύθμιση που προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις αλλά τελικά πέρασε ήταν η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ελληνικές ταυτότητες. Το ζήτημα προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας και του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου ο οποίος δήλωσε «Σ’ αυτό τον τόπο υπάρχει ένας παράγοντας ο οποίος ούτε μπορεί, ούτε πρέπει να αγνοείται. Είναι ο λαός.» Ο Χριστόδουλος πρότεινε δημοψήφισμα, οργάνωσε μεγάλες ανοιχτές λαοσυνάξεις και συγκέντρωσε εκατομμύρια υπογραφές με πρώτη αυτή του αρχηγού της Αντιπολίτευσης, Κώστα Καραμανλή. Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δεν έκανε πίσω και τελικά το θρήσκευμα του ατόμου δεν μπήκε στο δελτίο ταυτότητας. Τις εκλογές του 2004 τις κέρδισε ο Κώστας Καραμανλής. Ο Χριστόδουλος συνέχισε την εκστρατεία του αλλά τελικά, το 2007, η προσπάθειά του απορρίφτηκε από την Αρχή Προσωπικών Δεδομένων και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Στην Αυστραλία υπήρξαν αρκετές μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν τη ζωή της χώρας. Η μεταναστευτική πολιτική που υιοθέτησε η κυβέρνηση της Αυστραλίας το 1947 άλλαξε τη μορφή της Αυστραλίας με τον ερχομό εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που άλλαξαν τη σύνθεση του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού. Δημιουργήθηκε μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό, αυξανόμενες θέσεις εργασίας, περισσότερα εισοδήματα, περισσότερες φορολογικές εισπράξεις, δημιουργία χώρας με μεγαλύτερο πληθυσμό, μεγαλύτερη εσωτερική αγορά και μεγαλύτερη εθνική οικονομία. Η Αυστραλία έγινε μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Η πολιτική του πολυπολιτισμού της κυβέρνησης Ουίτλαμ άλλαξε τη θέση των μεταναστών το 1973, δημιούργησε το σύστημα υγείας Μεντμπάνκ που αργότερα το κατάργησε η κυβέρνηση Φρέϊζερ, σταμάτησε τη συμμετοχή της Αυστραλίας στον πόλεμο του Βιετνάμ, αναγνώρισε την Κίνα και ξεκίνησε μαζί της διπλωματικές σχέσεις. Η κυβέρνηση του Μάλκολμ Φρέϊζερ συνέχισε μερικές από τις πολυπολιτισμικές πολιτικές του Γκοφ Ουίτλαμ. Το 1978-80 δημιούργησε τις πολυπολιτισμικές εκπομπές του SBS και δίκτυα υπηρεσιών εξυπηρέτησης των αναγκών των μεταναστών. ΄Ενας μεγάλος μεταρρυθμιστής ήταν ο Μπομπ Χοκ. Το 1983 διαπραγματεύτηκε τη Συνθήκη Ακόρντ - Συνεννόησης με τα Συνδικάτα για περιορισμό των απαιτήσεων μισθολογικών αυξήσεων με αντάλλαγμα τον περιορισμό του πληθωρισμού και τη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών -τη δημιουργία, όπως είπε, του «κοινωνικού μισθού». Ο Μπομπ Χοκ, επίσης, δημιούργησε το σύστημα υγείας Μεντικέαρ και εισήγαγε την ελεύθερη διακύμανση του αυστραλιανού δολαρίου στη διεθνή νομισματική αγορά. Ο Πολ Κίτιγκ εισήγαγε το 1992 την υποχρεωτική συμμετοχή της εισφοράς των εργοδοτών στο συνταξοδοτικό σύστημα σουπερανιουέσιον για τους εργαζομένους τους και το 1993 αναγνώρισε τα δικαιώματα των ιθαγενών με το νόμο Native Title Act. Να τελειώσουμε με τον Τζον Χάουαρντ που το 1996, ύστερα από τη μαζική σφαγή στο Port Arthur της Τασμάνιας εισήγαγε τον έλεγχο των όπλων στην Αυστραλία. Tο 2000 εισήγαγε τον φόρο προστιθέμενης αξίας GST. Και οι δυο τελευταίες μεταρρυθμίσεις είχαν μακροχρόνια επίδραση στην κουλτούρα και την οικονομική ζωή της Αυστραλίας. Το επιχείρημα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων συνήθως είναι ότι κάνουν τη χώρα περισσότερο ανταγωνιστική διεθνώς και αυτό συντελεί στην αύξηση των εξαγωγών και των θέσεων εργασίας. Η εργασία εξασφαλίζει στο άτομο τους πόρους της ζωής του και τη συνεισφορά του προς το σύνολο. Συχνά, όμως, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Την ιδέα των μεταρρυθμίσεων, λέει ο Ρος Γκίτινς, την έχουν υφαρπάξει διάφοροι μεγαλοεπιχειρηματικοί κύκλοι που ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση για τους δικούς τους σκοπούς. Απαιτούν φοροαπαλαγές και άλλες μεταρρυθμίσεις που θα τους εξασφαλίσουν περισσότερα κέρδη και κοινωνική δύναμη. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα μπορούσαν να κάνουν τις ζωές όλων μας καλύτερες, όχι μόνο των πολύ πλουσίων και δυνατών. ΄Ενας τομέας μεταρρυθμίσεων που θα βοηθούσε την οικονομία καιτην ποιότητα ζωής όλων μας μακροπρόθεσμα είναι η ελάττωση των ατμοσφαιρικών ρύπων και η αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής. Το ζήτημα είναι ότι η σημερινή Αυστραλιανή κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον δεν πιστεύουν ότι οι ψηφοφόροι τους μπορούν να λάβουν σοβαρά το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής. Συνεπώς αδιαφορούν και το προσπερνούν. (Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe)
Παροικιακό Βήμα Adelaide, South Australia
© 2021 Greek Community Tribune All Rights Reserved

Μεταρρυθμίσεις και στασιμότητα

Του Δρ Χρήστου ΦΙΦΗ Drymon9@gmail.com ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ Αύγουστος 2021 Συχνά γίνεται λόγος για ανάγκη μεταρρυθμίσεων ώστε η κοινωνία ή η οικονομία να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Μεταρρυθμίσεις σημαίνει αλλαγή στις δομές, εκσυγχρονισμό, ανανέωση, νέοι τρόποι χειρισμού πραγμάτων, καταστάσεων, διαδικασιών. Το αντίθετο είναι η στασιμότητα. Στην πολιτική η μεταρρύθμιση υποννοεί δομικές αλλαγές, νέα προγράμματα, νέο τρόπο σκέψης και ενέργειας σε ό,τι ίσχύει ή ίσχυε μέχρι τότε. Οι μεταρρυθμίσεις συχνά έχουν πολιτικό κόστος και συχνότατα συνεπάγονται οικονομικό κόστος και ανακατανομή κονδυλίων και δαπανών. Για να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει οι πολίτες να πειστούν για την αναγκαιότητά τους ή τη χρησιμότητά τους. Οι άνθρωποι συχνά είναι συντηρητικοί, δεν επιθυμούν αλλαγές που αναστατώνουν τη βολή τους, τον τρόπο ζωής που έχουν συνηθίσει. Συχνά διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι εκ των προτέρων τοποθετημένες εναντίον τους. Οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται στόχους, αποφασιστικότητα, επιμονή. Συχνά οι μεταρρυθμίσεις αποτυχαίνουν γιατί συναντούν αντίδραση, εχθρότητα, αδιαφορία ή έλειψη κονδυλίων, ή οι μεταρρυθμιστές χάνουν την ορμή του πρώτου ξεκινήματός τους, την ενεργητικότητά τους, ενδίδουν στις δυσκολίες της μη ευρείας αποδοχής. Θα πρέπει να αντιπαλέψουν με καθιερωμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις και αυτό συνεπάγεται πολιτικό κόστος. Μπορούμε να θυμηθούμε μερικές τέτοιες μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν τον τρόπο πορείας των πραγμάτων μιας κοινωνίας ή πως αντιμεωπίστηκαν από αντιτιθέμενες παρατάξεις. Στην Ελλάδα το 1917 ψηφίστηκε, από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που εισήγαγε τη Δημοτική στο Δημοτικό Σχολείο και τυπώθηκαν σχετικά βιβλία για τις τάξεις του. Το 1920 η αντιβενιζελική αντιπολίτευση των βασιλικών κομμάτων κέρδισαν τις εκλογές. ΄Εκαναν μια ειδική Εκπαιδευτική Επιτροπή που καταδίκασε τις μεταρρυθμίσεις του 1917, εξέτασε τα βιβλία που εισήχθηκαν και είχαν κυκλοφορήσει στα σχολεία και αποφάνθηκε «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι... ως έργα ψεύδους κα κακοβούλου προθέσεως.» Το 1959 η κυβέρνηση Καραμανλή εισήγαγε ένα σύστημα τεχνικών σχολείων που όμως δεν προχώρησε λόγω έλλειψης κονδυλίων. Το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ψήφισε ευρείες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που εισήγαγαν τη Δημοτική, χώριζαν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε δύο κύκλους, και δημιούργησε το Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο. Συνάντησε μεγάλη αντίδραση από τη συντηρητική αντιπολίτευση, από την Εκκλησία, τη Θεολογική και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διάφορες εφημερίδες και διάφορα ανεξάρτητα θεολογικά σωματεία. Η μεταρρύθμιση προχώρησε αλλά καταργήθηκε από τη δικτατορία που επεβλήθηκε στις 21 Απριλίου 1967. Μετά τις παραπάνω απόπειρες νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση εισήχθηκε το 1976 από τον Υπουργό Παιδείας της Νέας Δημοκρατίας Γιώργο Ράλλη. Η μεταρρύθμιση ήταν παρόμοια εκείνης του 1964 αλλά τώρα υποστηριζόταν από τη Νέα Δημοκρατία και τον αρχηγό της Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η μεταρρύθμιση επικράτησε μολονότι δεν ήταν απαλαγμένη από οξείες αντιδράσεις οι οποίες οδήγησαν στις επόμενες εκλογές ο Γεώργιος Ράλλης να μην εκλεγεί βουλευτής. Η επόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν αυτή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ του 1982. Με τη μεταρρύθμιση αυτή συν τοις άλλοις εισήχθηκε το μονοτονικό σύστημα, μια διάταξη που συνάντησε τη σκληρή αντίδραση πολλών συντηρητικών τάσεων, μερικές από τις οποίες εξακολουθούν να αντιδρούν ακόμη και μέχρι σήμερα. Μια σημαντική αλλαγή που έγινε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν η μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου στον Αστικό Κώδικα, το 1983. Με τις νέες διατάξεις, μεταξύ των άλλων, καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος, η ισότητα των φύλων, το αυτόματο διαζύγιο, η ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των γονέων. Οι νέες διατάξεις συνάντησαν έντονη αντίδραση αλλά σήμερα δεν αμφισβητούνται. Το 1983, επίσης, στην Ελλάδα ο τομέας Υγείας με την ίδρυση του ΕΣΥ – Εθνικό Σύστημα Υγείας. Τρεις μεταρρυθμίσεις στην τετραετία 2000-2004 προκάλεσαν αντιδράσεις ή επέφεραν μεγάλες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Η πρώτη ήταν η πρόταση του Υπουργού Εργασίας Τάσου Γιαννίτση το 2001 για μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού. Το ΙΚΑ και διάφορα άλλα ασφαλιστικά ταμεία αντιμετώπιζαν μεγάλα ελλείμματα για το μέλλον. Τα δημογραφικά στοιχεία έδειχναν ότι μεγάλος αριθμός ασφαλισμένων πλησίαζαν τα 65 και το ασφαλιστικό σύστημα μετά 10-15 χρόνια δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει. Υπήρχαν συντάξεις προνομιούχων -του ρετιρέ-, μικροσυνταξιούχων και σύστημα πρόωρης συνταξιοδότησης. Θα έπρεπε να υπάρξει εξορθολογισμός και αναδιοργάνωση. Η πρόταση, όμως, ήταν αντιδημοφιλής, απορρίφτηκε από τα συνδικάτα, τα κόμματα και τα ίδια τα στελέχη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Το θέμα προστέθηκε στα δυσεπίλυτα, αργότερα χειροτέρεψε και εξακολουθεί να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Μια μεταρρύθμιση που άλλαξε τη ζωή της ελληνικής κοινωνίας και δεν προκάλεσε αντιδράσεις ήταν η εισαγωγή του Ευρώ την 1 η Ιανουαρίου 2002. Μια άλλη μεταρρύθμιση που προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις αλλά τελικά πέρασε ήταν η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ελληνικές ταυτότητες. Το ζήτημα προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας και του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου ο οποίος δήλωσε «Σ’ αυτό τον τόπο υπάρχει ένας παράγοντας ο οποίος ούτε μπορεί, ούτε πρέπει να αγνοείται. Είναι ο λαός.» Ο Χριστόδουλος πρότεινε δημοψήφισμα, οργάνωσε μεγάλες ανοιχτές λαοσυνάξεις και συγκέντρωσε εκατομμύρια υπογραφές με πρώτη αυτή του αρχηγού της Αντιπολίτευσης, Κώστα Καραμανλή. Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δεν έκανε πίσω και τελικά το θρήσκευμα του ατόμου δεν μπήκε στο δελτίο ταυτότητας. Τις εκλογές του 2004 τις κέρδισε ο Κώστας Καραμανλής. Ο Χριστόδουλος συνέχισε την εκστρατεία του αλλά τελικά, το 2007, η προσπάθειά του απορρίφτηκε από την Αρχή Προσωπικών Δεδομένων και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Στην Αυστραλία υπήρξαν αρκετές μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν τη ζωή της χώρας. Η μεταναστευτική πολιτική που υιοθέτησε η κυβέρνηση της Αυστραλίας το 1947 άλλαξε τη μορφή της Αυστραλίας με τον ερχομό εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που άλλαξαν τη σύνθεση του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού. Δημιουργήθηκε μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό, αυξανόμενες θέσεις εργασίας, περισσότερα εισοδήματα, περισσότερες φορολογικές εισπράξεις, δημιουργία χώρας με μεγαλύτερο πληθυσμό, μεγαλύτερη εσωτερική αγορά και μεγαλύτερη εθνική οικονομία. Η Αυστραλία έγινε μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Η πολιτική του πολυπολιτισμού της κυβέρνησης Ουίτλαμ άλλαξε τη θέση των μεταναστών το 1973, δημιούργησε το σύστημα υγείας Μεντμπάνκ που αργότερα το κατάργησε η κυβέρνηση Φρέϊζερ, σταμάτησε τη συμμετοχή της Αυστραλίας στον πόλεμο του Βιετνάμ, αναγνώρισε την Κίνα και ξεκίνησε μαζί της διπλωματικές σχέσεις. Η κυβέρνηση του Μάλκολμ Φρέϊζερ συνέχισε μερικές από τις πολυπολιτισμικές πολιτικές του Γκοφ Ουίτλαμ. Το 1978-80 δημιούργησε τις πολυπολιτισμικές εκπομπές του SBS και δίκτυα υπηρεσιών εξυπηρέτησης των αναγκών των μεταναστών. ΄Ενας μεγάλος μεταρρυθμιστής ήταν ο Μπομπ Χοκ. Το 1983 διαπραγματεύτηκε τη Συνθήκη Ακόρντ - Συνεννόησης με τα Συνδικάτα για περιορισμό των απαιτήσεων μισθολογικών αυξήσεων με αντάλλαγμα τον περιορισμό του πληθωρισμού και τη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών -τη δημιουργία, όπως είπε, του «κοινωνικού μισθού». Ο Μπομπ Χοκ, επίσης, δημιούργησε το σύστημα υγείας Μεντικέαρ και εισήγαγε την ελεύθερη διακύμανση του αυστραλιανού δολαρίου στη διεθνή νομισματική αγορά. Ο Πολ Κίτιγκ εισήγαγε το 1992 την υποχρεωτική συμμετοχή της εισφοράς των εργοδοτών στο συνταξοδοτικό σύστημα σουπερανιουέσιον για τους εργαζομένους τους και το 1993 αναγνώρισε τα δικαιώματα των ιθαγενών με το νόμο Native Title Act. Να τελειώσουμε με τον Τζον Χάουαρντ που το 1996, ύστερα από τη μαζική σφαγή στο Port Arthur της Τασμάνιας εισήγαγε τον έλεγχο των όπλων στην Αυστραλία. Tο 2000 εισήγαγε τον φόρο προστιθέμενης αξίας GST. Και οι δυο τελευταίες μεταρρυθμίσεις είχαν μακροχρόνια επίδραση στην κουλτούρα και την οικονομική ζωή της Αυστραλίας. Το επιχείρημα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων συνήθως είναι ότι κάνουν τη χώρα περισσότερο ανταγωνιστική διεθνώς και αυτό συντελεί στην αύξηση των εξαγωγών και των θέσεων εργασίας. Η εργασία εξασφαλίζει στο άτομο τους πόρους της ζωής του και τη συνεισφορά του προς το σύνολο. Συχνά, όμως, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Την ιδέα των μεταρρυθμίσεων, λέει ο Ρος Γκίτινς, την έχουν υφαρπάξει διάφοροι μεγαλοεπιχειρηματικοί κύκλοι που ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση για τους δικούς τους σκοπούς. Απαιτούν φοροαπαλαγές και άλλες μεταρρυθμίσεις που θα τους εξασφαλίσουν περισσότερα κέρδη και κοινωνική δύναμη. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα μπορούσαν να κάνουν τις ζωές όλων μας καλύτερες, όχι μόνο των πολύ πλουσίων και δυνατών. ΄Ενας τομέας μεταρρυθμίσεων που θα βοηθούσε την οικονομία καιτην ποιότητα ζωής όλων μας μακροπρόθεσμα είναι η ελάττωση των ατμοσφαιρικών ρύπων και η αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής. Το ζήτημα είναι ότι η σημερινή Αυστραλιανή κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον δεν πιστεύουν ότι οι ψηφοφόροι τους μπορούν να λάβουν σοβαρά το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής. Συνεπώς αδιαφορούν και το προσπερνούν. (Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe)
Παροικιακό Βήμα Adelaide, South Australia